Η κατάθλιψη επηρεάζει τους εξής 4 τομείς της λειτουργικότητας του ατόμου: το συναίσθημα, τη σκέψη-αντίληψη, το βαθμό κινητοποίησης και τη σωματική λειτουργία. Συγκεκριμένα, τα συμπτώματα που παρουσιάζονται στο κάθε τομέα είναι:

Συναίσθημα: το άτομο κατακλύζεται από συναισθήματα λύπης, θλίψης, απογοήτευσης, απελπισίας κλπ. Επίσης, παύει να απολαμβάνει δραστηριότητες που μέχρι πρότινος τον ευχαριστούσαν, όπως διάφορα χόμπι που είχε. Τέλος, μπορούν να εμφανιστούν αισθήματα άγχους, δυσφορίας ή φόβου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος  άνθρωπος αναγνωρίζει τις αιτίες των συναισθηματικών μεταβολών και θεωρεί ότι μπορεί να ελέγξει τις έντονες μεταπτώσεις της διάθεσής του. Αντίθετα στη κατάθλιψη δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις αιτίες των συναισθημάτων του με αποτέλεσμα να υποφέρει από διάφορα συμπτώματα που επηρεάζουν, τόσο τον ίδιο, όσο και τις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Σκέψη-Αντίληψη: η κατάθλιψη επίσης επηρεάζει τον τρόπο που το άτομο σκέφτεται και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω του και τον εαυτό του, πιο συγκεκριμένα το άτομο λανθασμένα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανάξιο ή ανεπαρκή. Κρίνει τον εαυτό του με πολύ αυστηρά κριτήρια με αποτέλεσμα να αναπτύσσει σκέψεις ενοχής και χαμηλής αυτοεκτίμησης, οι οποίες όμως δεν έχουν σχέση με την πραγματική εικόνα ή την πραγματική αξία που έχει ο ίδιος. Επίσης επιβραδύνεται η σκέψη και το άτομο γίνεται ολοένα και πιο αναποφάσιστο.
Βαθμός κινητοποίησης: το άτομο χάνει αρχικά το ενδιαφέρον του για καθημερινές δραστηριότητες (εργασία, προσωπική φροντίδα, κλπ.). Έτσι, βαθμιαία χάνει και την διάθεσή του να εκτελέσει καθημερινές δραστηριότητες κάτι που τελικά τον οδηγεί στο να αισθάνεται ανήμπορος, δηλαδή να πιστεύει λανθασμένα ότι δεν έχει την ικανότητα να εκτελέσει δραστηριότητες που μέχρι πρότινος τις εκτελούσε με ευκολία.
Σωματική λειτουργία: τομείς της σωματικής λειτουργίας που μπορεί να επηρεαστούν είναι ο ύπνος (αϋπνία/υπερυπνία σπανιότερα), η όρεξη (ανορεξία/αύξηση της όρεξης λιγότερο συχνά) και η σεξουαλική διάθεση (συνήθως παρατηρείται απώλειά της). Μπορεί επίσης να παρουσιαστούν: ψυχοκινητική επιβράδυνση (δηλαδή επιβράδυνση σκέψης, λόγου και κινήσεων) ή διέγερση (εκφράζεται ως εκνευρισμός, ανησυχία και ένταση), καθώς και κόπωση/εξάντληση του ατόμου.

Διαφορά κλινικής κατάθλιψης και φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος.

Ένα από τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι και το καταθλιπτικό συναίσθημα. Η διαφορά αυτού του συναισθήματος από το φυσιολογικό είναι ότι στην κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση και είναι μόνιμο. Δεν επηρεάζεται από τις καταστάσεις που ζει ο ασθενής, π.χ. ο ασθενής δεν θα γελάσει και δεν θα αισθανθεί παροδικά καλύτερα όταν συμβεί κάτι χαρούμενο, και σε περίπτωση που θα γελάσει θα γίνει με γνώμονα να μην αντιληφθούν οι άλλοι το πρόβλημά του. Επίσης, στην κατάθλιψη το συναίσθημα μπορεί να είναι χειρότερο το πρωί σε σχέση με το βράδυ, ενώ στους φυσιολογικούς ανθρώπους, που απλά νιώθουν στεναχωρημένοι, η διάθεση είναι συνήθως καλύτερη όταν σηκώνονται το πρωί.