Ο αυτισμός αποτελεί μια αναπτυξιακή διαταραχή του ανθρώπου, κατά την οποία αναπτύσσονται δύσκολα ή καθόλου διάφορες δεξιότητες που συμβάλλουν στην ψυχοκοινωνική επάρκεια. Συγκεκριμένα προκαλεί τα εξής: αδυναμία στον τρόπο επικοινωνίας και στη γλώσσα, αντίσταση στις αλλαγές (το παιδί ενοχλείται από αλλαγές της καθημερινότητας), σπασμοί (το ¼ των αυτιστικών παιδιών τους παρουσιάζει), αιφνίδιες και ανεξήγητες συναισθηματικές μεταβολές κ.α. Ο αυτισμός συχνά συνυπάρχει με νοητική καθυστέρηση, άλλες αναπηρίες ή και με ιατρικά σύνδρομα και καταστάσεις.

Μετά από μια σύντομη περίοδο φυσιολογικής ανάπτυξης, το παιδί αρχίζει να εμφανίζει τα παραπάνω συμπτώματα. Η έγκυρη διάγνωση της διαταραχής μπορεί να συμβεί μεταξύ 2-3 χρόνων. Είναι σημαντικό να διαγνωστεί έγκαιρα, καθώς έτσι μπορεί να υπάρχει άμεση ψυχολογική και εκπαιδευτική παρέμβαση για τη βελτίωση της κατάστασης. Η παρέμβαση πρέπει να παρακολουθεί την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου και να προσαρμόζεται στις ανάγκες του.

Η συχνότητα εμφάνισης του αυτισμού αλλά και άλλων αναπτυξιακών διαταραχών είναι μεγαλύτερη από τη τύφλωση και το σύνδρομο Down. Επίσης είναι τέσσερις φορές συχνότερη στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια. Η αιτία εμφάνισης της διαταραχής είναι άγνωστη προς το παρόν, ενοχοποιούνται όμως γενετικοί παράγοντες ή εγκεφαλικές διαταραχές. Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας δεν προκαλούν τον αυτισμό. Παρ’ όλα αυτά, επηρεάζουν την ανάπτυξη και την εξέλιξη της διαταραχής, κάτι το οποίο ισχύει και για την αναπτυξιακή πορεία κάθε παιδιού γενικώς.

Αυτό που πρέπει να προσέξει ο γονιός:

Ένα από τα πιό σημαντικά που πρέπει να προσέξει ο γονιός είναι όταν το βρέφος αποφεύγει το βλέμμα του γονιού και κοιτάζει ταβάνια, πίνακες κλπ. Επιπρόσθετα όταν ένα βρέφος έχει κολικούς ή έχει υποστεί νοσηλεία είναι στοιχεία που πρέπει να χτυπήσουν τον κώδωνα του κινδύνου στο μυαλό ενός γονιού. Αν χαθεί το κρίσιμο αναπτυξιακό διάστημα της περιόδου 1-3 χρονών οι παρεμβάσεις που θα γίνουν αργότερα θα είναι μειωμένης αποτελεσματικότητας.