Η εκπαίδευση τροποποιείται ανάλογα με το επίπεδο της Νοητικής Καθυστέρησης και τις δυνατότητες του κάθε παιδιού. Πιο συγκεκριμένα:

Στα παιδιά με ήπια (ο δείκτης νοημοσύνης κυμαίνεται από 67 έως 83 μονάδες) ή οριακή νοημοσύνη (Δ.Ν. κυμαίνεται από 50 έως 66 μονάδες) υπάρχει η ικανότητα γλωσσικής έκφρασης. Χρειάζονται μόνο περιοδική υποστήριξη και αν εκπαιδευτούν επαρκώς στην προσωπική φροντίδα και τις πρακτικές και οικιακές ικανότητες, υπάρχει η δυνατότητα να μείνουν μόνοι τους. Μπορούν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα της γενικής  εκπαίδευσης, με παράλληλη στήριξη ή σε ειδικά σχολεία. Επίσης, είναι ικανά για χειρωνακτική ή ημι-ειδικευμένη εργασία.

Τα παιδιά με μέτρια νοητική καθυστέρηση (ο δείκτης νοημοσύνης κυμαίνεται από 33 έως 49 μονάδες) παρουσιάζουν επιβαρυμένη ανάπτυξη όσον αφορά την κατανόηση και χρήση της γλώσσας. Δυσκολεύονται να φροντίσουν τον εαυτό τους και ορισμένα από αυτά χρειάζονται επίβλεψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Μπορούν να μάθουν βασικές σχολικές δεξιότητες, όπως στοιχειώδη ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Η ανεξάρτητη διαβίωση είναι σπάνια.

Τα παιδιά με βαριά (Δ.Ν. κυμαίνεται από 32 έως 16 μονάδες) ή βαθιά (ΔΝ μικρότερο από 16 μονάδες) χρειάζονται διαρκή επίβλεψη καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Η εκπαίδευση σε αυτές τις ομάδες παιδιών επικεντρώνεται στην ανάτυξη δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, για τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς τους. Τα παιδιά αυτά μπορούν να μάθουν με επιτυχία να τρώνε, να ντύνονται, να πλένονται και να πηγαίνουν στην τουαλέτα μόνα τους.